- μακρόχρονος
- -η, -ο (AM μακρόχρονος, -ον)μακροχρόνιοςνεοελλ.(για φθόγγο ή συλλαβή) μακρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + χρόνος (πρβλ. πολύ-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρόχρονος — η, ο αυτός που έχει μακρό φωνήεν: Μακρόχρονη κατάληξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροχρονώ — μακροχρονῶ, έω (Α) [μακρόχρονος] διαρκώ επί πολύ χρόνο, μακροχρονίζω … Dictionary of Greek
πώλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος… … Dictionary of Greek